μαχμουρλής

μαχμουρλής
μαχμουρλής, ο θηλ. -ού και -ίδισσα ουδ. -ίδικο και μαχμούρης, -α, -ικο (λ. τουρκ.)
1. αυτός που μόλις ξύπνησε και δεν έχει όρεξη για τίποτα.
2. μτφ., νωχελικός, τεμπέλης, βαριεστημένος: Δε στεριώνει σε δουλειά γιατί είναι μαχμουρλής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαχμουρλής — και μαχμούρης, ο, θηλ. μαχμουρλίδισσα και μαχμούρισσα και μαχμουρλού νεοελλ. 1. υπναλέος, αγουροξυπνημένος 2. βαρύθυμος, δύσθυμος, κακόκεφος 3. μτφ. δυσκίνητος, βραδύς, νωθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαχμουρλής < τουρκ. mahmurlu, ενώ ο τ. μαχμούρης… …   Dictionary of Greek

  • μαχμουρλίδικος — η, ο [μαχμουρλής] αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στον μαχμουρλή, άκεφος, οκνός. επίρρ... μαχμουρλίδικα με τρόπο που ταιριάζει σε μαχμουρλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”