- μαχμουρλής
- μαχμουρλής, ο θηλ. -ού και -ίδισσα ουδ. -ίδικο και μαχμούρης, -α, -ικο (λ. τουρκ.)1. αυτός που μόλις ξύπνησε και δεν έχει όρεξη για τίποτα.2. μτφ., νωχελικός, τεμπέλης, βαριεστημένος: Δε στεριώνει σε δουλειά γιατί είναι μαχμουρλής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.